αψυχολόγητος

αψυχολόγητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που ενεργεί ή γίνεται αντίθετα από τους νόμους της ψυχολογίας: Αναγνωρίζω πως η ενέργειά μου εκείνη ήταν αψυχολόγητη.
2. αυτός που δεν ξέρει ψυχολογία (σπν.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αψυχολόγητος — η, ο 1. αυτός που γίνεται παρά τους νόμους της ψυχολογίας 2. αυτός που γίνεται από άγνοια της ψυχολογίας 3. (για πράξεις) απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχολογώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”