- αψυχολόγητος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ενεργεί ή γίνεται αντίθετα από τους νόμους της ψυχολογίας: Αναγνωρίζω πως η ενέργειά μου εκείνη ήταν αψυχολόγητη.2. αυτός που δεν ξέρει ψυχολογία (σπν.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.